Σ’ έναν παπά πνευματικό, σοφό, πεπειραμένο,
μια χήρα μάνα έλεγε με πρόσωπο θλιμμένο.
«Συγχώρα με που θα σου πω λόγια φαρμακωμένα:
Γιατί σε μένα ήρθανε βάσανα μαζεμένα;
Είναι πολλά και δεν μπορώ, έχω καημό μεγάλο,
γιατί σε μένα μοναχά κι όχι σε κάποιον άλλο;
Θέλω να πεις μια προσευχή, να κάνεις λειτουργία,
να φύγει από το σπίτι μου αυτή η τυραννία.
Με κούρασαν οι συμφορές, άλλο πια δεν αντέχω,
πες ένα λόγο του Θεού, βάσανα να μην έχω».
Την άκουγε ο Γέροντας με προσοχή μεγάλη
κι’ απ’ την ψυχή της τα «γιατί» θέλησε να της βγάλει.
«Να κάνουμε την προσευχή και να λειτουργηθούμε,
θέλουμε, όμως, πρόσφορα, προζύμι πού θα βρούμε;
Θέλω στα σπίτια του χωριού να πας προτού νυχτώσει
κι’ όποιο δε θάχει βάσανα, προζύμι να σου δώσει».
Όλη τη μέρα γύρναγε πήγε στην κάθε αυλή
και σπίτι δίχως βάσανα δεν μπόρεσε να βρεί.
Του Γέροντα το μάθημα άγγιξε την ψυχή της,
σταμάτησαν τα δάκρυα, έπαψαν τα «γιατί» της.
Έσκυψε με ταπείνωση, του φίλησε το χέρι,
πως δεν πονά μονάχα αυτή τώρα καλά το ξέρει.
«Η ανθρώπινη περιπέτεια και το ακροπάτημα της καρδιάς».
Αρχιμανδρίτης Δαμασκηνός Θ. Ζαχαράκης, Ηγούμενος Ιεράς Μονής Αγάθωνος, εκδόσεις Γρηγόρη.