«… Ειλικρινά πατέρα με απασχολούν οι σχέσεις μου μαζί σου. Οι συναντήσεις μας γίνονται, όλο και πιο συχνά, αφορμή να ξεσπούν μεταξύ μας καυγάδες και δεν το μπορώ άλλο. Γιατί πατέρα;
Έχω προβλήματα και θέλω να το ξέρεις. Και, πολλές φορές, αισθάνομαι δειλός, άσχημος, αποτυχημένος και φοβισμένος. Αλλά πώς να τολμήσω να ζητήσω βοήθεια από σένα;…
Εσύ πατέρα, εκτός από το φαγητό μου, τα ρούχα μου, την υγεία μου και τους βαθμούς μου, για τι άλλο ενδιαφέρεσαι; Θέλω να στο πω δυνατά πως δεν είμαι μόνο στομάχι και μυαλό φορτωμένο με βιβλία. Και, σε παρακαλώ, μη στέκεις τόσο πολύ μακριά μου, έτοιμος να με κρίνεις και να μου κάνεις συνεχώς παρατηρήσεις. Μη με κάνεις να σε φοβάμαι και να σε αποφεύγω, γιατί… εγώ σ’ αγαπώ.
Μου το έχεις πει πολλές φορές, μου το λέει και η μάνα, αλλά κι εγώ το καταλαβαίνω πως κουράζεσαι πολύ να μη μας λείψουν αυτά που χρειαζόμαστε. Το ξέρω και σ’ ευχαριστώ. Όμως, εγώ θέλω κι έναν πατέρα εδώ. Έναν πατέρα με καρδιά, που να θέλει φιλικά να με ακούσει, χωρίς να μου κάνει συνέχεια υποδείξεις και … κηρύγματα.
Θέλω να μην σε φοβάμαι, αλλά να μπορώ να σου πω τα λάθη μου και να ξέρω ότι εσύ θα μου δώσεις το χέρι σου για να σηκωθώ, όταν θα έχω πέσει…».
(Γράμμα ενός δεκατετράχρονου αγοριού στον πατέρα του).
Απόσπασμα από το βιβλίο «5η εντολή “Τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου…”» της Μερόπης Ν. Σπυροπούλου, εκδ. Αρχονταρίκι.